Βασίλη αν δεν κάνω λάθος της αυγης που είναι νηστικοι.
Τάσο ήταν μάστορας ο μπάρμπας στο συγκεκριμένο ψάρεμα, αλλά παράξενος φαίνεται και στο βιντεακι οποίος πήγαινε μαζί τον έτρωγε το κουπι και η μουρμουρα
για να πιάσει καλάμι να ψαρεψει ούτε συζήτηση.
Τους ψαρευουν με πολλούς τρόπους συνήθως καλάμι από στεριά η με τη βάρκα και με δετη (όπως τις σουπιες).
Κωνσταντίνε… τι μου θύμισες!
Ήταν καλοκαίρι του ’73, ότι είχα απολυθεί από το Π. Ναυτικό με αγγάρεψε ένας θειος να σαλπάρω με το καραβάκι του σαν οικονομικός αξιωματικός μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία του. Ο Πανορμίτης. Φορτηγοποστάλι 400 κόροι Ο.Χ. όλος και όλος. Έκανε την άγονη γραμμή των Δωδεκανήσων. Δουλειά και λειτούργημα συγχρόνως. Από Καστελόριζο μέχρι Σάμο και από Ρόδο μέχρι Κάσο. Κάθε 2-3 ώρες έπιανε λιμάνι, σκότωμα για τον «Λογιστή». Παράδοση και παραλαβή τραπεζικών χρηματαποστολών και ταχυδρομείου, παράδοση και παραλαβή εμπορευμάτων και έκδοση φορτωτικών, έκδοση και έλεγχος εισιτηρίων και τροφοδοσία, μισθοδοσία αγορά αναλωσίμων κλπ κλπ … ώσπου να τελειώσω φτάναμε στο επόμενο λιμάνι και φτου κι απ’ την αρχή. Όλα με το μυαλό και το μολύβι, που κομπιουτεράκι τότε. Το χαρακτηριστικό του Πανορμίτη ήταν το κούνημα του, είχε λέγανε, μεγάλο έρμα για να έχει γρήγορη επαναφορά και ευστάθεια για να αντέχει στα ρεύματα και τους καιρούς της περιοχής. Αυτό που μπορώ να βεβαιώσω ήταν πως κουνούσε και με μπουνάτσα δεμένος μέσα στο λιμάνι της Ρόδου. Καρπάθιοι και Κασιώτες καπεταναίοι με δεκάδες χρόνια στους ωκεανούς ξερνοβολούσαν μόνο στον Πανορμίτη.
Το πλήρωμα ήταν ως επί το πλείστον με «ευεργετικά» διπλώματα εκτός του ασυρματιστή που ήταν πτυχιούχος, ο Μιχάλης, Συμιακός, καλός φίλος και με πολύ φιλότιμο, αν και δεν ήταν στις υποχρεώσεις του όποτε πνιγόμουν στη δουλειά πρόστρεχε χωρίς να το ζητήσω.
Τη βραδιά, που παραλίγο να έκαναν οι κοκωβιοί φωλιά στον πισινό μας, στη γέφυρα ήταν ο Ναύκληρος, ο μπαρμπα-Θοδωρής, Συμιακός και αυτός, γύρο στα 80 που περπατούσε και έσκουζε το ντεκ, παλιός σφουγγαράς από αυτούς που καθάρισαν την διώρυγα του Σουέζ απ’ τα ναυάγια, ναυτικάρα άπιαστη, με πολύ αγάπη για τα εγγόνια του και μια τεράστια χρυσή βέρα (για να έχει ο ναυτικός τα ναύλα του στην «κακιά στιγμή»). Άνθρωπος με κεφαλαία. Βοηθός του στο τιμόνι, ένας δυνατός ψηλός ξερακιανός, Μιχάλης και αυτός, Ροδίτης αν θυμάμαι καλά, τα είδε όλα εκείνη τη βραδιά. Και ο Γιώργος, ναύτης κι αυτός. Ο Καπετάν Αντώνης, μονοκόμματος στο σουλούπι και στη συμπεριφορά, με τον προσήκοντα εγωισμό αλλά άφταστη ναυτοσύνη, ήξερε τις θάλασσες όχι από ξέρα σε ξέρα αλλά από βότσαλο σε βότσαλο.
Εκείνο το διήμερο ταξίδι με αφετηρία τη Ρόδο περιλάμβανε την Χάλκη, την Όλυμπο και το κυρίως λιμάνι της Καρπάθου και τέλος την Κάσο. Επιστροφή από τα ίδια λιμάνια. Από τη Ρόδο ο καιρός έδειχνε άγριος, το λιμεναρχείο μας ενημέρωσε πως θα χαλάσει κι άλλο. Πριν τον απόπλου ο ασυρματιστής υποχρεωτικά έπαιρνε το δελτίο. 6άρι έως 7άρι στο Καρπάθιο; δύσκολα τα πράγματα για τον κουνιστό Πανορμίτη. Οι επιβάτες ήταν λίγοι, όσοι έπρεπε να ταξιδέψουν οπωσδήποτε. Μέχρι τη Χάλκη κουνηθήκαμε αλλά… όλα καλά. Από Χάλκη προς Κάρπαθο όλοι οι ναύτες μάζεψαν τα καταστρώματα, ασφάλισαν πόρτες, έδεσαν ό,τι κινείτο σκεφτικοί και αμίλητοι και εξαφανίστηκαν… όλοι στα πόστα τους ακόμα και όσοι δεν είχαν βάρδιες. Καταμεσής στο Καρπάθιο ο καιρός αγρίεψε, η θάλασσα φούσκωσε, και οι επιβάτες μαζεύτηκαν στο σαλόνι, ο ένας κοντά στον άλλο, σιωπηλοί, βλοσυροί λες και η βλοσυρότητα θα κατανικούσε το φόβο τους. Οι εμετοί έκαναν τσουλήθρα στους διαδρόμους, ο καμαρωτός καθάριζε και μονολογούσε ή μήπως κουβέντιαζε με τη μοίρα του; Την Όλυμπο την «ξεχάσαμε», ούτως ή άλλως ούτε θα κατέβαινε κανείς ούτε θα παίρναμε κανέναν αρόδο. Με τα πολλά, εδέησε και δέσαμε στην Κάρπαθο με αρκετή καθυστέρηση. Το λιμεναρχείο μας περίμενε, είχε περάσει το 7άρι, δέσαμε μέχρι νεοτέρας. Θα ‘ταν γύρο στις 9 και τα ταβερνάκια γύρο από το λιμάνι με τις φωταψίες τους έδιναν μια εορταστική νότα. Όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν… να πατήσουν στεριά και τι στον κόσμο. Μόνο δυο φαντάροι που πήγαιναν με άδεια στους δικούς τους, ένας δημόσιος υπάλληλος σε απόσπαση με τη γυναίκα του και 2-3 ακόμη ναυτικοί που επέστρεφαν στο νησί τους θα συνέχιζαν.
Σκορπίσαμε παρέες παρέες στα ταβερνάκια ανάλογα με το τι πρόσφερε το καθένα. Ο καπετάνιος με 2-3 άλλους ήταν στη διπλανή ταβέρνα που ’χε κρεατικά, εγώ με τον ασυρματιστή και τον Α μηχανικό στα ψαρικά. Ήπιαμε και λίγες μπύρες και πάνω στο χαλάρωμα αρχίζει ο καπετάνιος «Μιχάλη, για πετάξου να πάρεις καιρό» ξεροκατάπινε ο Μιχάλης αλλά… λίγα τα καράβια γύρο από το σπίτι σου. Κάθε μισή ώρα τον έστελνε λες και δεν ήξερε πότε αλλάζουν τα δελτία. Εξ άλλου ο λιμενάρχης ήταν εκεί, αν δεν παίρναμε «απόπλου»… δεν φεύγαμε. Κατά τις 12 ο καιρός έπεσε αλλά ίσχυε το απαγορευτικό εκτός κι αν με «ευθύνη του καπετάνιου» ξεκινούσαμε για Κάσο. Το πλήρωμα γκρίνιαξε. Ο μπαρπα-Θοδωρής φυσούσε και ξεφυσούσε από το πλάι των σφιγμένων του χειλιών, δεν έβγαλε όμως άχνα, όχι γιατί φοβόταν μη χάσει τη δουλειά, αλλά γιατί έτσι απαιτείται προς τις βουλές του καπετάνιου. Σεβασμός. Άλλοι έπιασαν τον ασυρματιστή, Μιχάλη πες πως δεν φεύγεις, χωρίς ασυρματιστή δεν παίρνουμε απόπλου. Οι νεότεροι με πλησίασαν και άλλος μου είπε για τη γυναίκα του, άλλος για τα παιδιά του… σκέφτηκα να ενημερώσω το θειο μου, πήρα το Ο.Κ. του με τη φράση: ότι πει ο Καπετάνιος.
Σαλπάραμε κατά τις μία μετά τα μεσάνυχτα. Ο ένας από τους δυο φαντάρους τελευταία στιγμή κατέβηκε. Με το που καβατζάραμε τον κάβο μετά το λιμάνι άρχισαν τα όργανα, μετά από δυο ώρες βολοδέρναμε καταμεσής και μια μπροστά και δύο πίσω, τα τζάμια του σαλονιού πότε έβλεπαν τα άστρα και πότε τη θάλασσα, τα νερά τσουλούσαν στο σαλόνι από πλώρα μέχρι πρύμνα και από πράσινο σε κόκκινο. Ο Πανορμίτης έτριζε, ναι σιδερένιο σκάφος και βόγγαγε. Ένας δυνατός θόρυβος ερχόταν από το πρυμνιό κατάστρωμα, όταν έφτασα ήταν άλλοι δύο ναύτες, είχε σπάσει η δέστρα της μπίγας του αμπαριού, πήγαινε και ερχόταν απειλώντας να αποκεφαλίσει όποιον βρισκόταν στη ρότα της. Που να πατήσεις, από πού να πιαστείς, η θάλασσα καβαλούσε το κατάστρωμα. Έστειλα τον ένα στο πάνω κατάστρωμα με ένα σχοινί σαν λάσο να το περάσει όπου βρει όταν η μπίγα διπλώσει όλο αριστερά ή δεξιά, έτσι και έγινε, και με τα πολλά καταφέραμε να την δέσουμε και από κάτω. Διαπίστωσα πως από το κατάστρωμα έλλειπαν πολλά πράγματα από τη θέση τους, μιλάω για μόνιμες κατασκευές. Η θάλασσα δεν είχε πολλούς αφρούς, αλλά σήκωνε κύματα τεράστια, εκεί καταλαβαίνεις την έννοια «καρυδότσουφλο» για το όποιο πλοίο και το πόσο μικρό είναι το «μπόι» σου απέναντι στη φύση.
Επιστρέφοντας στο σαλόνι κατάλαβα πως κάτι μεγάλο και βαρύ έπεσε από το πάνω κατάστρωμα στη θάλασσα, η βουή της αντάρας δεν βοήθησε να ακούσω μήπως ήταν ο ναύτης που είχα στείλει πάνω, κολλώντας στο φιλιστρίνι του μεσόστεγου είδα πως είχε πέσει ένα βαρελάκι (σωσίβια λέμβος). Ευτυχώς. Το θεώρησα όμως σοβαρό και πήγα στη γέφυρα να το πω στον καπετάνιο. Με το που μπήκα μούσκεμα στη θεοσκότεινη γέφυρα ένα σσσστ από τον μπαρμπα-Θόδωρο με αποσβόλωσε πίσω από την πόρτα που με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να κλείσω. Προσπαθούσαν να γυρίσουν για πολλοστή φορά το καράβι στη Κάρπαθο.
Ο καπετάνιος: Μιχάλη πρόσεχε, πρόσεχε μόλις σου πω θα στρίψεις στο χχχ…
---«θα στρίψω στο χχχ».
--Θοδωρή κοίτα και συ από δεξιά,
--«από δεξιά καπετάνιε»
--Γιώργο θέλει δύναμη το τιμόνι να βοηθήσεις τον Μιχάλη
--Εδώ με.
--Τι εδώ με βρε ζώο; Πιάσε και συ το τιμόνι, κουνήσου
--Έτοιμοι; Προσέξτε… προσέξτε… ΤΩΡΑ…. Δυστυχώς ήταν μικρό το αντιμάμαλο. Γρήγορα να ορτσάρουμε… αυτό το γρήγορα ήταν αιώνας. Ένα κύμα από αριστερά της μάσκας που πέρασε πάνω από τη γέφυρα έκανε τον καπετάνιο να πει τον δεσπότη Παναγιώτη, σπρώχνει τον Γιώργο και μαζί με τον Μιχάλη επανέφερε. Είχε πάει κοντά 4 ξημερώματα. Οι βλαστήμιες εναλλάσσονταν με επικλήσεις προς τη Παναγία και τον Αι Νικόλα.
Κράτα όρτσα, τι θα κάνει; Θα πέσει ο κολόκαιρος. Έφυγα απ’ τη γέφυρα χωρίς να πω για το βαρελάκι.
Κατά τις 8 το πρωί δέσαμε στη Κάσο, ένα ταξίδι λιγότερο των 2 ωρών το κάναμε σε 7. Το μόνο που άκουσα από τον μπαρμπα -Θόδωρο όταν ειπώθηκε το «νέτα» ήταν ένα και μοναδικό «α βρε Αντώνη». Παρακολούθησα τους επιβάτες που μέχρι να χαθούν περπατούσαν τρεκλίζοντας.
Μας περίμεναν όλοι … λιμενικό, χωροφυλακή, κοινοτάρχης, παπάς, ταχυδρόμος, τραπεζικός… όλοι. Μας λαχταρίσατε, μας ξενυχτήσατε, να ‘στε καλά που μας σκέφτεστε, ο Αι Νικόλας να σας προστατεύει πάντα.
Παρέδωσα – παρέλαβα και τότε αισθάνθηκα κούραση, κατέβηκα και κάθισα στα μπλόκια κρεμώντας τα πόδια μου προς τη θάλασσα.
Θες οι ευθύνες μου; Θες τα τρομοκρατημένα πρόσωπα των επιβατών; Θες η προηγούμενη εμπειρία μου από τη θητεία μου στο Αντιτορπιλικό Βέλος; Θες η ενασχόληση μου με την ιστιοπλοΐα και κωπηλασία; Δεν ξέρω, αλλά απάνω στο χαμό ήμουν πολύ ψύχραιμος. Όταν έκατσα στα μπλόκια, ήρθαν στο νου μου οι γονείς μου, το σπίτι μου, οι φίλοι… τι δουλειά είχα εγώ εκεί; Παιδί της Φωκίωνος Νέγρη και των κλάμπς, με τις παρέες μου και τις κοπέλες μου… μεγάλη η χάρη που έκανα στο θειο μου. Άσε που δεν είχε καμιά σχέση με την καριέρα μου.
Ούτε που κατάλαβα πως δίπλα έδεσε μια ψαρόβαρκα.
--Τι έγινε καπετάνιε; Πέσανε τα καράβια σου έξω. Σας περιμέναμε, είμαστε έτοιμοι με τα καΐκια να σας γυρέψουμε.
--Καλημέρα, ναι μας τα ‘πε ο λιμενικός, να ‘στε καλά.
--Πιάσε αυτό και δώσ’ το στο μάγειρα… Τον Γιάννη έχετε ακόμη; Ξέρει αυτός πώς να τον κάνει .
--Τι περίεργο ψάρι είναι αυτό, σαν να έχει δυο μόνο δόντια;
--Μοιάζουν με δυο, είναι πολλά. Σκάρο τον λένε, δωσ’ τον και θα με θυμηθείς.
Στις 9 το πρωί έτρωγα σκάρο, ο πρώτος και ο πιο νόστιμος μέχρι σήμερα, έπινα δανέζικη μπύρα Tuborg(αφορολόγητη γαρ) και σκεφτόμουν πότε θα γυρίσω στη Ρόδο να δω την μοναδική Ελληνίδα που είχα γνωρίσει εκεί…. και την βλέπω μέχρι σήμερα.