Ανέβηκε κάποτε ο Ψαραντώνης στην Αθήνα για δουλειές. Κάποια στιγμή το βραδάκι πείνασε, βλέπει ένα κυριλέ εστιατόριο και μπαίνει μέσα. Κάθεται σε ένα τραπέζι, πάει ένας σερβιτόρος:
- Καλησπέρα σας κύριε. Τί θα πάρετε;
- Κρέας με μακαρόνια, απαντά εκείνος.
- Θα πιείτε κάτι ;
- Κρασί ...
Φεύγει ο σερβιτόρος, σε λίγο γυρίζει με ένα μπουκάλι, το ανοίγει, ρίχνει λίγο (ένα δάχτυλο) στο ποτήρι και του λέει:
- Παρακαλώ δοκιμάστε.
Παίρνει ο Ψαραντώνης το ποτήρι, το μυρίζει, το ρίχνει στο στόμα του, το στριφογυρίζει 2 φορές, και το καταπίνει. Κουνάει το κεφάλι και λέει:
- Καλό είναι. Βάλε ...
Του γεμίζει το ποτήρι ο σερβιτόρος, του λέει στην υγειά σας και φεύγει.
Μετά από λίγο του φέρνει και το φαγητό. Ένα τεράστιο πιάτο με δυο λεπτά φιλετάκια, λίγα μακαρόνια στη μέση και μια περίεργη σάλτσα γύρω γύρω!
Πιάνει αυτός το πηρούνι, το χώνει στα μακαρόνια, το στριφογυρίζει και τα τυλίγει, και τα βάζει στο στόμα του όλα μια μπουκιά! Τα μασάει 2-3 φορές, τα καταπίνει και λέει στον σερβιτόρο:
- Καλά είναι. Πες του να τα κατεβάσει ...
(σ.σ. δηλ. να πει στον μάγειρα, να κατεβάσει το τσουκάλι από τη φωτιά) !