Δυο υπερήλικες, αδερφικοί φίλοι από παιδιά, κάθονται ένα δειλινό στο αγαπημένο τους παγκάκι ατενίζοντας τον ορίζοντα βαθειά συλλογισμένοι.
Ρε Γιώργο – λέει ο Κώστας –, έχεις ακούσει για αυτή την μετεμψύχωση που λένε τώρα τελευταία, ότι δήθεν όταν πεθαίνεις ξαναγεννιέσαι λέει αλλά σε άλλον τόπο, άλλο χρόνο και ίσως και μορφή. Μπορεί να ξαναγεννηθείς άνθρωπος, ζώο ή φυτό. Το πιστεύεις;
Κάτι έχω ακούσει λέει ο κυρ Γιώργης αλλά δεν ξέρω αν ισχύει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε όμως ο πρώτος μας που θα πεθάνει, αν ξαναγεννηθεί, να πάρει ένα τηλέφωνο τον άλλο και να του πει ότι είναι αλήθεια.
Αφού τους φάνηκε ωραία η ιδέα και στους δυο, συμφώνησαν σε αυτό και αμέσως άλλαξαν κουβέντα.
Μετά από λίγο καιρό, ο κυρ Γιώργος άφησε αυτόν τον μάταιο κόσμο βυθίζοντας στο πένθος τον κυρ Κώστα, τον κολλητό του.
Μετά από έξι μήνες όμως, χτυπάει το τηλέφωνο του κυρ Κώστα, και, όταν απάντησε, έκπληκτος άκουσε τη φωνή του κολλητού του από την άλλη άκρη της γραμμής.
― Έλα Κώστα! Εσύ είσαι;;;
― Γιώργη!!! Εσύ;;; Πού είσαι ρε παλιόφιλε;;; Ζεις;;; Τι κάνεις;;;
― Άσε Κώτσο! Είμαι σε ένα μεγάλο μέγαρο, μόνος μου μέσα σε άπειρα θηλυκά. Τρώω όλη μέρα, πίνω όλη μέρα και πηδάω όλη μέρα!!!
― Πού είσαι ρε φίλε;;; Πασάς στα Γιάννενα;;;
― Όχι,... Κόκορας στα Μέγαρα!