Αρχές καλοκαιριού, απογευματάκι, γυρίζω από τα χωράφια. Βουνοπλαγιά, χέρσα χωράφια δεξιά-αριστερά, πουρνάρια, σχετικά πυκνή, χαοτική βλάστηση. Ο δρόμος είναι παλιό γαϊδουρομονοπάτι που το διαπλάτυνε μιά μπουλντόζα για να περνούν τρακτέρ ή αγροτικά. Περπατώ και νοιώθω κάπως άβολα, σαν να πιάνω με την άκρη του ματιού μου κινήσεις δεξιά και αριστερά. Περνώντας δίπλα από ένα χέρσο χωράφι με γαϊδουράγκαθα βλέπω πίσω μου δεξιά στα 10-15 μέτρα, 3-4 τσακάλια. Συνεχίζω τον δρόμο μου με ανησυχία, και σε ελάχιστο χρόνο βλέπω και αριστερά μου άλλα 2-3 τσακάλια. Με είχαν βάλει απλά στην μέση και με "ζύγιζαν". Τα όπλα μου: σουγιάς, πριόνι και μια κοντή γκλιτσα. Στα 100-120 μέτρα ήξερα πως υπήρχε μια στάνη ενός θείου μου και αμέσως σκέφτηκα ότι θα είναι εκεί για άρμεγμα, οπότε έβαλα μια φωνή:
Αντρέα, Αντρέα, τσακάλια!!
Τίποτα. Ξανάφωνάζω και επιταγχύνω το βήμα μου.
Αφού φώναξα καναδυό φορές άκουσα τα τσοπανόσκυλα να απαντούν! Ο Αντρέας
αγρόν ηγόραζε
Ευτυχώς ήσαν τα τσοπανόσκυλα λυτά - ως συνήθως - και ξεπετάχτηκαν γαυγίζοντας. Τα τσακάλια έφυγαν δυσανασχετώντας. Μπαίνω στην στάνη και πάω στην αρμεκτική που ήξερα πως εκεί είναι ο Αντρέας. Τί να δω! Άρμεγε ο αθεόφοβος αλλά φόραγε ακουστικά και άκουγε κλαρίνα!!!!
ΥΓ: Ευτυχώς βέβαια που τα τσοπανόσκυλα με ήξεραν, αλλοιώς θα είχα άλλα προβλήματα.
ΥΥΓ: Από τότε, όταν κάνω εξορμήσεις στα λιβαδοχώραφα, παίρνω και το δίκαννο μαζί - χειμώνα καλοκαιρι, μαζί με την σκοπευτική (πάντα) ή την κυνηγετική άδεια (χειμώνα).