Το 2000 δεν πέθανε ο «
μπρούκλης», πέθανε το εθνικό νόμισμα και μαζί με αυτό η [όποια] εθνική ανεξαρτησία. Ο «
μπρούκλης» είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη του από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 όπου ο Έλληνας
του εσωτερικού είχε αρχίσει να ανακαλύπτει τα οφέλη των χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών προϊόντων που του παρείχαν άμεση πρόσβαση στα βιομηχανικά, της
πραγματικά βαριάς βιομηχανίας. Απλά, το 2000, ο «
μπρούκλης», έχασε πίσω στο χωριό του και το τελευταίο στοιχείο ανωτερότητας: το συνάλλαγμα, κι έμεινε να αναρωτιέται αμήχανος, πώς γίνεται όλα αυτά που ο ίδιος έπρεπε να ξενιτευτεί και να ισοπεδωθεί από τη μηχανή παραγωγής για να τα αποκτήσει, να τα έχει αποκτήσει και ο χωριανός του στην πατρίδα, και μάλιστα, με μεγάλη ευκολία και με την πεποίθηση πως ήταν αποτέλεσμα της επιχειρηματικής του δεινότητας (αυτό πιστεύει ακόμα). Ήταν τότε που, οι σούπερ
κούρσες του Αυγούστου
από τη Γερμανία, έχασαν τη δυναμική τους από τις ίδιες, με τις ελληνικές όμως πινακίδες, και οι Έλληνες, κατέχοντας πια και νομισματικά την εξιδανικευμένη ιδιότητα του Ευρωπαίου, ξεπέρασαν σε καταναλωτικές ακρότητες τα πρότυπά τους. Φυσικά, εννιά χρόνια μετά, το σύστημα το ίδιο μας αποκάλυψε το μυστικό του, αποδεικνύοντας την αναποτελεσματικότητα και την αποτυχία του, αλλά, εμείς εδώ (τρομάρα μας…), ακόμα περιμένουμε την επιστροφή μας στον κολοφώνα της ενταξιακής μας πορείας. Τα όσα γίνονται και δε γίνονται στο παρόν, δείχνουν σε ποιο βαθμό, ο
Έλληνας του εσωτερικού, έχει αναλάβει την ευθύνη και την ενοχή των όσων έγιναν και δεν έγιναν στο παρελθόν – ατομικά.
Η πεποίθηση πως, ο πολίτης της Ελλάδας, στη δημοκρατία των αντισυνταγματικών νόμων(!), της κομματικής πειθαρχίας(!) και εντός του «εταιρικού» πλέγματος της οικονομικής εξάρτησης, ελέγχει με τη ψήφο του την πολιτική που θα ασκηθεί από τις κυβερνήσεις του· η αδιαφορία του «δυτικού» πολίτη για τις υποθέσεις της πλήρως κατακερματισμένης κοινωνίας του και η αποδοχή των αντιφάσεών της
ως έχουν, αλλά, κυρίως, η πεποίθηση πως η αλλοτρίωση αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των «σοσιαλιστικών» χωρών, σε εμένα τουλάχιστον, αποδεικνύουν την ολοκληρωτική φύση της αλλοτρίωσης στις «καπιταλιστικές», στις οποίες, σε αντίφαση με την υψηλή αποδοτικότητα και τις παρεχόμενες ανέσεις, η επιβίωση παραδόξως απαιτεί όλο και περισσότερες ώρες την εβδομάδα σκληρής δουλειάς και όλο και μεγαλύτερες δόσεις τονωτικών και αναλγητικών. Κάτι εδώ φαίνεται να μας διαφεύγει και να ολισθαίνει εις βάρος κάποιου άλλου, αλλά, πού χρόνος και ενέργεια για αναστοχασμό μιας ιδεολογίας που ισοπεδώνει;
Η μετανάστευση, ως γνήσια θυγατέρα του εξαναγκασμού, ΔΕΝ είναι καλό πράγμα για τον άνθρωπο και την πατρίδα του – σε καμιά περίπτωση. Η μετανάστευση δεν είναι εξερεύνηση κι ο μετανάστης δεν είναι εξερευνητής*.
Τέλος, η προσπάθεια συσχέτισης των –φαινομενικά άσχετων– φαινομένων και η προσπάθεια συνολικής θεώρησης των γεγονότων, μόνο το διχασμό των στοιχείων που αφορούν δεν έχουν ως σκοπό – κάθε άλλο. Η απομόνωση και ο αποκλεισμός είναι αυτά που επιτυγχάνουν αποτελεσματικά το διχασμό (όπως στις ανακριτικές μεθόδους). Προσπάθησα να φωτίσω τον κύκλο της εκμετάλλευσης, των αλληλοεξαρτώμενων ατόμων και κρατών, του οποίου ο άξονας εδράζεται στην άγνοια και στο μιμητισμό, οπότε, τον χαρακτηρισμό της παραπάνω προσπάθειάς ως επικίνδυνη, θα τον εκλάβω απλά ως έναν άγονο και αποπροσανατολιστικό ελιγμό εριστικής διαλεκτικής.
*
Η συγχώνευση λέξεων και όρων, καθώς και η επικράτηση των μεν στη θέση των δε (παιδεία-εκπαίδευση, εργασία-δουλειά, οικονομία-οικονομικά κτλ), έχουν ως σκοπό την αδρανοποίηση της αποκλίνουσας σκέψης και τον περιορισμό της κριτικής δύναμης. Αποτελούν συνήθεις πρακτικές της κάθε δεδομένης κοινωνίας, με τις οποίες εξειδικεύει και διοχετεύει τη διαθέσιμη ευφυΐα σε συγκεκριμένους τομείς που την ενδιαφέρουν και τη συμφέρουν. Απέναντι σε τέτοιες κοινωνίες θα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα.