Σημαδεύοντας την Επικαιρότητα - Αρχείο

Status
Not open for further replies.
Οι μαλακιες αυτού του ζούγκλα είναι ανείπωτα μεγάλες. Το ίδιο με τα αντί κυνηγετικά του άρθρα.
καποιοι υποστηρίζουν ότι που η κυρία ενασχόληση τους είναι οι εκβιασμοί. Λόγια...
Που και που γράφουν και κάποια σωστά το θέμα είναι να παίρνεις από τον κάθε ένα ότι αξίζειγιατι δυστυχώς όλη η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι για κλωτσες
 
Αϊ μου Γιώργη! (Επί τη εορτή της κγ’ Απριλίου)

Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 23 Απριλίου του 1892...

Agios_Georgios-Papadiamantis.jpg

Ανέτειλε το έαρ· δεύτε ευφρανθώμεν! Εξέλαμψεν η Ανάστασις Χριστού· δεύτε ευφρανθώμεν!
Η του αθλοφόρου μνήμη τους πιστούς φαιδρύνουσα ανεδείχθη.


Ένθεν μεν ψάλλει η Εκκλησία, συγκαταβατικωτέρα κατά τας ημέρας ταύτας της αναστάσεως του Σωτήρος, παρά την ανωτέραν πνευματικήν έννοιαν τοιούτων παρακελεύσεων· ένθεν δε ο ελληνικός λαός, όστις φαντάζεται πρώτον λεβέντην και αστραπόμορφον νεανίαν τον ήρωα πρόμαχον του Χριστιανισμού, περιβάλλει με όλην την ποίησιν των μακραιώνων ονείρων του, με παμφαείς ακτίνας αφθίτου νεότητος και αϊδίου καλλονής τον Αγιον Γεωργιον

Αϊ μου Γιώργη αρματολέ και πρώτε καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι...


Και ιστορείται δια στίχων επικής απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους βασιλικούς γονείς της.
Α! είναι κρίμα, ότι οι Έλληνες δεν τον επεκαλέσθησαν πέρυσι, πριν ή λάβη μοιραίαν έκβασιν περίστασις παραπλησία!... Αλλά και πάλιν, τις οίδεν αν οι θνητοί βλέπομεν ορθώς τα πράγματα, αν δεν κατοπτρίζονται ανάποδα εις τους οφθαλμούς μας;...Τις οίδεν αν ο κόσμος αυτός, με όλους τους πάγους του Βορρά, ή με τα θάλπη της μεσημβρίας, δεν είναι το αληθές θηρίον;...Αν ο άγγελος του θανάτου, κατ’ εξοχήν τροπαιοφόρος, δεν είναι ο αισιώτερος των αγγέλων;...Και αν, εις τον άλλον κόσμον, η στοργή του ουρανίου πατρός δεν είναι μυριάκις ενθερμοτέρα της στοργής επιγείων γονέων; Τι λέγει το ιερόν Βιβλίον; Κι αβί βε αμί ναδζαβούνι, β’ Αδωνάι α-σπένι (Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με).

Εν τούτοις, επαξίως ο ελληνικός λαός τιμά με υπερόχου ευλαβείας δείγματα τον ελληνοπρεπέστατον άγιον του, τον άγιον Γεώργιον. Ο τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ομού με τον άλλον ομόψυχον και εφάμιλλόν του, ίστανται φρουροί εις τα πρόθυρα ο μεν του θέρους, ο δε του χειμώνος, σημειούντες δια της επιτολής των, ως άλλοι αστέρες σελασφόροι, την περίοδον των ορεινών και πεδινών νομών και καταυλισμών δια τους ποιμένας.
Εξ ήρος εις αρκτούρον ευμήνους χρόνους· και ποιμένες και γεωργοί άγουσι γηθοσύνως την ροδοστέφανον, ως εκ του μαρτυρικού του αίματος, μνήμην του αγίου, και θύουσιν άρνας, και οβελίζουσιν αμνούς, γενναίως ευχωμούμενοι, επικαλούμενοι τον μάρτυρα βοηθόν εις τας επιχειρήσεις των και συλλήπτορα των κόπων. Και οι Έλληνες πολεμισταί των παρελθόντων αιώνων, ως και της μεγάλης εθνεγερσίας, δεν έπαυσαν να τον επικαλούνται ευμενή σύμμαχον και αρωγόν. Κατ’ αυτήν δε την ημέραν της μνήμης του αγίου, το πρώτον έτος του αγώνος, έτερος αγλαός πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος και μάρτυς της ελευθερίας περικλεέστατος, ο Θανάσης Διάκος, προσεφέρθη ολοκαύτωμα υπέρ του Γένους. Ενθυμηθήτε τους στίχους του αειμνήστου Βαλαωρίτου.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του,
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαλλ’ ο Άη -Γιώργης
με τ᾿ άγριό του τ᾿ άλογο, κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ανίκητο κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα, ποὺ δέρνεται στο χωμα.


Αλλά και ποίος άλλος Άγιος έχει τόσα και τόσα εξωκκλήσια, υψούμενα χαριέντως εις πάσαν κοιλάδα, επιστέφοντα πάντα λόφον, πάντα βράχον της Ελληνίδος χώρας; ο Άγιος Δημήτριος, ως ιστάμενος φρουρός εις τα πρόθυρα του χειμώνος, δια να μη μείνη παραπονούμενος, έχει το ιδιαίτερον καλοκαίρι του, “καλοκαιράκι τ’ Αϊ-Δημητριού” και τον φερώνυμον αυτού μήνα, ο δε Άγιος Γεώργιος είναι ο κατ’ εξοχήν καλοκαιρινός και ανοιξιάτικος Άγιος και δεν δύναταί τις να φαντασθή μνήμη του Αγίου Γεωργίου χωρίς πολλά ποικιλόχροα άνθη μοσχοβολούντα, χωρίς τάπητας ανθυλλίων μεθυσκόντων τον αέρα με την ευωδίαν των, χωρίς άπειρον πρασινάδα και απεράντους αγρούς αιματόχρους από αμέτρητον πλήθος των μηκώνων, χωρίς τρυφερούς βλαστούς αμπέλων με βότρυς προβάλλοντας και χωρίς αναριθμήτους στεφάνους από αγραμπελιές και αγιοκλήματα. Ποίος άλλος Άγιος δύναται να καυχηθή, ότι είναι ο καθολικός πολιούχος των ελληνίδων πόλεων, ο γενικός προστάτης της ελληνικής εξοχής; Διότι το συναξάριον του δεν αναφέρει εις ποίον ωρισμένως μέρος της Ανατολής εμαρτύρησεν, ως δια να αφήση την μνήμην του Αγίου κοινήν εις όλην την ελληνικήν χώραν.Καθώς δε ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κατεξοχήν προστάτης των θαλασσοπορούντων ανά τον πόντον, ούτω και ο Άγιος Γεώργιος είναι ο ετοιμότατος βοηθός και αντιλήπτωρ των γεωπονούντων επί της ξηράς. Ποίος άλλος Άγιος εφάνη ποτέ τόσον πρόθυμος “των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος”; Και ποίος άλλος Άγιος έδειξε ποτέ τόσην χριστομίμητον φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν, ώστε να εισακούση της δεήσεως παιδίου παίζοντος, ηττωμένου εν τη παιδιά και πάσχοντος την φιλοτιμίαν (πως φαίνεται ότι ήτο Ελληνόπαις!) και να δεχθή προ πλήρωσιν ευχής, αντί πάσης συνήθους προσφοράς, οίον κηρίου και θυμιάματος και λειτουργίας, σφουγγάτον, ήτοι ομελέταν, απο αυγά, καθώς θα ελέγαμεν σήμερον; Αναγνώσατε το χαριέστατον εκείνο θαύμα του Αγίου, δια να πεισθήτε.
Αλλά και όσοι δεν πιστεύετε τα θαύματα, αποφασίσατε να κάμητε έν ταξίδιον έως τον ιερόν Άθωνα, και άμα φθάσητε εκεί, επισκεφθήτε την μονήν του Ζωγράφου. Εκεί σώζεται η εκ των λύθρων της σφαγής του Μάρτυρος συμπαγείσα αχειροποίητος εικών του Αγίου Γεωργίου, εφ’ ής απιστών προς το παράδοξον το πάλαι αρχιερεύς, θεις την χείρα προς ψηλάφισιν επί της εικόνος, ετιμωρήθη αξίως δια την τόλμην, προσφυέντος του δακτύλου επί της εικόνος και μείναντος κολλημένου, εωσού ηναγκάσθη ν’ αποκόψη με τον δάκτυλον, να σωθή δε εν μετανοία κλαίων εν τω ναώ του Αγίου. Η εικών είναι εκεί και ο δάκτυλος μένει μετά τόσους αιώνας ορατός επ’ αυτής.

Είπομεν, ότι η συγκατάβασις του Αγίου απεδείχθη χριστομίμητος, και τούτο μας ενθυμίζει την ευσεβή εκείνη φάτιν (e) περί τινος απλοϊκού ανθρώπου, προσελθόντος ποτέ εις εξομολόγησιν και ακούσαντος παρτου πνευματικού την παραίνεσιν “να περπατή τον ίσιο δρόμο, αν θέλη να πάη στον Παράδεισο”. Ο άνθρωπος ηρμήνευσε την συμβουλήν κατά γράμμα και οδεύσας την ευθείαν έφθασε μετά τινας ημέρας εις λαμπρόν μοναστήριον εν τερπνοτάτω και πολυανθεί τοπίω, όπερ άμα ιδών, εν πεποιθήσει ανέκραξεν· “Α! να ο Παράδεισος!”. Προσελθών δε εις τον θυρωρόν του μοναστηρίου, είπε·
“Καθώς μου είπε ο πνευματικός επερπάτησα τον ίσιο δρόμο και έφθσα στον Παράδεισον, και τώρα που έφθασα, δεν θέλω να φύγω απ’ εδώ”.
Ο ηγούμενος, μαθών τα κατά τον άνθρωπον, έδωκεν αυτώ διακόνημα το να είναι “βουρδουνιάρης”, ήτοι σταυλίτης του μοναστηρίου, ευδοκιμήσαντα δε μετά καιρόν τον επροβίβασεν εις υπηρέτην του ναού. Εκεί έμεινεν ο ξένος υπηρετών μετά ζήλου, και ήτο μακάριος καθόλα, μόνον έν πράγμα δεν ηδύνατο να εννοήση· βλέπων τον Χριστόν εσταυρωμένον υψηλά εις την κορυφήν του εικονοστασίου, ελυπείτο, κι έλεγε· “Τι κακό έκαμε και τον κρέμασαν εκεί!”. Μια των ημερών,ενώ εσκούπιζε το έδαφος του ναού, τρώγων άμα τεμάχιον άρτου. λείψανον προσφοράς ή αρτοκλασίας, ανατείνας την χείρα προς τον Εσταυρωμένον επάνω έκραξε· “Κατέβα και συ, καημένε, να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας· σε λυπούμαι να σ’ έχουν νηστικόν, τόσον καιρόν εκεί κρεμασμένον!”. Ο άνθρωπος ήτο αμαθής και απλοϊκός εις άκρον, και δεν υπώπτευεν ότι εβλασφήμει τοιαύτα λέγων·ωμοίαζε με τον άλλον εκείνον, όστις είχε συνηθίσει να λέγη προσευχόμενος· “Κύριε, μη μ’ ελεής!”, καλή τη πίστει νομίζων, ότι η φράσις αύτη εσήμαινε· ”Κύριε, ελέησον με”. Εν τούτοις, ο Δεσπότης Χριστός, προσθέτει η παράδοσις, συγκατέβη προς την απλότητα του ανθρώπου εκείνου, και κατήλθε, φρικτόν ειπείν, ολόσωμος εκ του Σταυρού, κι εδέχθη τεμάχιον άρτου από των αθώων χειρών του πλάσματός του , καθώς άλλοτε είχε συνδειπνήσει με τους μαθητάς, μετά την Ανάστασιν, παρά την όχθην της Τιβεριάδος!.....
 
.....Ομοίως και ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει· “Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο”. Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζη συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθεν ο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν· “Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα”. Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή, να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση· “Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!”.

Κι εμένα, Άη μου Γιώργη, να μου συγχωρήσης το ευτελές και σχεδόν παιγνιώδες τούτον αρθρίδιον, συγκαταβαίνων εις την αδυναμίαν μου, καθώς συγκατέβης εις την απλοϊκότητα του παδίου παίζοντος τις αμάδες. Θεώρησόν με ως παιδίον τας φρένας, καίτοι άνδρα την ηλικίαν. Κι εγώ, όταν ήμην παιδίον, έπαιζα εγγύς του πενιχρού αλλ’ ευώδους ναίσκου σου παρά την θίνα της θαλάσσης, όπου ουδέν πλοίον δύναται να καθελκυσθή εκ του ναυπηγείου ή να εκπλεύση εκ του λιμένος, χωρίς να κλίνη την πρώραν προς τον ναίσκον σου να προσκυνήση, όπου οι στάχυες ριπιζόμενοι υπό βορεινής ριπής κλίνουσιν όλοι τα κορυφάς περιβάλλοντες ολόγυρα τον ιερόν ναόν σου, ως ικέται επαιτούντες τας ευλογίας σου, και όπου πελωρία η γηραιά ελαία νεύει τους κλώνας προς την γην, μη τολμώσα ν’ ανατείνη προς την ιεράν στέγην, όπου επισκιάζει η χάρις σου. Κι εμένα, Άη μ’ Γιώργη μ’ (επίτρεψόν μοι να σ’ εποκαλεσθώ με πλεονασμούς και με αποκοπάς ως νησιώτης εκ της βορειοανατολικής Ελλάδος), να μου συγχωρήσης την ανάμιξιν ταύτην του ιερού κι του βεβήλου, την συνθηκολογίαν ταύτην, τον νεωτερισμόν τούτον, αφού οι σημερινοί Έλληνές σου, οι απόγονοι εκείνων ους τοσάκις ευηργέτησες, αν τολμήσω να μεταγράψω ενταύθα εκ των αυθεντικών βιβλίων, τους υπερανθρώπους αγώνας, τα μικρά βασανιστήρια όσα υπέστης, σταγόνα προς σταγόνα σπείσας εις τον Σωτήρα Χριστόν το πολύτιμον αίμα σου, είναι ικανοί να κατακραυγάσωσι λέγοντες· “Τι παραμύθια μας διηγείται αυτός!”. Και οι σοφοί εξ αυτών δεν το έχουν διά τίποτε να είπουν, ότι είσαι ο Περσεύς ή ο Ηρακλής μετημφιεσμένος! Και οι εκλεκτοί εν αυτοίς μόνον δια χειρονομίας ή δια νεύματος θα συγκαταβώσι να διαμαρτυρηθώσι κατά των “αναχρονισμών” τούτων. Και οι όσιοι...α! οι πλείστοι των σημερινών οσίων, των επισήμων και μακροχειρίδων οσίων της Ελλάδος μας, αν ερωτηθώσι να είπωσι, προς φωτισμόν του ποιμνίου, πότε ήκμασες, θα δυσκολευθώσι ν’ απαντήσωσιν αν εμαρτύρησες επί Διοκλητιανού ή επί Δεκίου, αν υπήρξες προ Χριστού ή μετά Χριστόν! Αφού το έχουν ως εντροπήν των το ν’ αναγινώσκωσι κάποτε επ’ εκκλησίας τους βίους και τα μαρτύρια των αγίων! Τι χρειάζονται αυτά; Δεν είναι προτομότερον ν’ αναγινώσκωνται εν τη ώρα του Κοινωνικού, αι διακηρύξεις των δημάρχων, των εφόρων, και των επάρχων, περί φόρου οικοδομών, περί δηλώσεως των σικυώνων και περί...εκλογών;
Α! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθῆ ψευδὲς το δημώδες λόγιον· “Άλλαξε ο Μανολιὸς κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς”. Ως να εχρειάζετο τίποτε άλλο, ειμή εις ευσεβὴς βασιλεύς, Χριστὸς Κυρίου, ο μόνος αρμόδιος νὰ εκλέγη τους συμβούλους καὶ τοὺς στρατηγούς του, και εν μόνω τω “εν τούτω νίκα” ισχυρὸς και αήττητος.
Αλλ' είθε ν’ ανατείλη ταχύτερον, Άη μου Γιώργη, η ευλογητή εκείνη ημέρα της αναστάσεως του Γένους και έθνος τοσούτον έχον πεςρικείμενον νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις προς Θεόν, εκ του αίματός του και εκ των σπλάχνων του, δεν μέλλει ποτέ να εγκαταλειφθή υπό του Θεού των πατέρων του. Είθε ν’ ανατείλη η ημέρα εκείνη, ως τάχιστα, λεβέντη μου αστραπόμορφε και πρώτε καβαλάρη, ‘Αη μου Γιώργη, είθε!


Υ.Γ…ο Ασκητικός Παπαδιαμάντης αποδεικνύεται προφητικός!130 ολόκληρα χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα από αυτά που έγραψε τότε η αγία πένα του…..‘Αη μου Γιώργη, είθε!
 
Κ
.....Ομοίως και ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει· “Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο”. Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζη συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθεν ο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν· “Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα”. Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή, να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση· “Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!”.

Κι εμένα, Άη μου Γιώργη, να μου συγχωρήσης το ευτελές και σχεδόν παιγνιώδες τούτον αρθρίδιον, συγκαταβαίνων εις την αδυναμίαν μου, καθώς συγκατέβης εις την απλοϊκότητα του παδίου παίζοντος τις αμάδες. Θεώρησόν με ως παιδίον τας φρένας, καίτοι άνδρα την ηλικίαν. Κι εγώ, όταν ήμην παιδίον, έπαιζα εγγύς του πενιχρού αλλ’ ευώδους ναίσκου σου παρά την θίνα της θαλάσσης, όπου ουδέν πλοίον δύναται να καθελκυσθή εκ του ναυπηγείου ή να εκπλεύση εκ του λιμένος, χωρίς να κλίνη την πρώραν προς τον ναίσκον σου να προσκυνήση, όπου οι στάχυες ριπιζόμενοι υπό βορεινής ριπής κλίνουσιν όλοι τα κορυφάς περιβάλλοντες ολόγυρα τον ιερόν ναόν σου, ως ικέται επαιτούντες τας ευλογίας σου, και όπου πελωρία η γηραιά ελαία νεύει τους κλώνας προς την γην, μη τολμώσα ν’ ανατείνη προς την ιεράν στέγην, όπου επισκιάζει η χάρις σου. Κι εμένα, Άη μ’ Γιώργη μ’ (επίτρεψόν μοι να σ’ εποκαλεσθώ με πλεονασμούς και με αποκοπάς ως νησιώτης εκ της βορειοανατολικής Ελλάδος), να μου συγχωρήσης την ανάμιξιν ταύτην του ιερού κι του βεβήλου, την συνθηκολογίαν ταύτην, τον νεωτερισμόν τούτον, αφού οι σημερινοί Έλληνές σου, οι απόγονοι εκείνων ους τοσάκις ευηργέτησες, αν τολμήσω να μεταγράψω ενταύθα εκ των αυθεντικών βιβλίων, τους υπερανθρώπους αγώνας, τα μικρά βασανιστήρια όσα υπέστης, σταγόνα προς σταγόνα σπείσας εις τον Σωτήρα Χριστόν το πολύτιμον αίμα σου, είναι ικανοί να κατακραυγάσωσι λέγοντες· “Τι παραμύθια μας διηγείται αυτός!”. Και οι σοφοί εξ αυτών δεν το έχουν διά τίποτε να είπουν, ότι είσαι ο Περσεύς ή ο Ηρακλής μετημφιεσμένος! Και οι εκλεκτοί εν αυτοίς μόνον δια χειρονομίας ή δια νεύματος θα συγκαταβώσι να διαμαρτυρηθώσι κατά των “αναχρονισμών” τούτων. Και οι όσιοι...α! οι πλείστοι των σημερινών οσίων, των επισήμων και μακροχειρίδων οσίων της Ελλάδος μας, αν ερωτηθώσι να είπωσι, προς φωτισμόν του ποιμνίου, πότε ήκμασες, θα δυσκολευθώσι ν’ απαντήσωσιν αν εμαρτύρησες επί Διοκλητιανού ή επί Δεκίου, αν υπήρξες προ Χριστού ή μετά Χριστόν! Αφού το έχουν ως εντροπήν των το ν’ αναγινώσκωσι κάποτε επ’ εκκλησίας τους βίους και τα μαρτύρια των αγίων! Τι χρειάζονται αυτά; Δεν είναι προτομότερον ν’ αναγινώσκωνται εν τη ώρα του Κοινωνικού, αι διακηρύξεις των δημάρχων, των εφόρων, και των επάρχων, περί φόρου οικοδομών, περί δηλώσεως των σικυώνων και περί...εκλογών;
Α! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθῆ ψευδὲς το δημώδες λόγιον· “Άλλαξε ο Μανολιὸς κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς”. Ως να εχρειάζετο τίποτε άλλο, ειμή εις ευσεβὴς βασιλεύς, Χριστὸς Κυρίου, ο μόνος αρμόδιος νὰ εκλέγη τους συμβούλους καὶ τοὺς στρατηγούς του, και εν μόνω τω “εν τούτω νίκα” ισχυρὸς και αήττητος.
Αλλ' είθε ν’ ανατείλη ταχύτερον, Άη μου Γιώργη, η ευλογητή εκείνη ημέρα της αναστάσεως του Γένους και έθνος τοσούτον έχον πεςρικείμενον νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις προς Θεόν, εκ του αίματός του και εκ των σπλάχνων του, δεν μέλλει ποτέ να εγκαταλειφθή υπό του Θεού των πατέρων του. Είθε ν’ ανατείλη η ημέρα εκείνη, ως τάχιστα, λεβέντη μου αστραπόμορφε και πρώτε καβαλάρη, ‘Αη μου Γιώργη, είθε!


Υ.Γ…ο Ασκητικός Παπαδιαμάντης αποδεικνύεται προφητικός!130 ολόκληρα χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα από αυτά που έγραψε τότε η αγία πένα του…..‘Αη μου Γιώργη, είθε!
Καπετανιε
Ακουσε το.love.

 
Και επειδή προ λίγου έκλεισα το τηλ με άνθρωπο που είχαμε μια ωραία συζήτηση που κατελειξε να πληροφορηθω ότι μετά από τόσα χρόνια που είχε μείνει να εωρειται που ανήκει η Βόρειος Ήπειρος γιατί επισήμως δεν είχε καταχωρηθεί ούτε σε εμάς ούτε στην Αλβανία ο φίλος μας ο Τσίπρας μέσα σε όλη τη διακυβέρνηση του πέρασε με νόμο ότι η Βόρειος Ήπειρος ανήκει στην Αλβανία και έφτασε προ λίγων ημερών η ώρα της εκτέλεσης να πάει να χαράξει σύνορα ο ελληνικός στρατός και χάραξε χαρίζοντας τη Βόρειο Ήπειρο επισήμως στην Αλβανία .Αυτοί είναι οι Έλληνες πολιτικοί και δεν ακούω και κανέναν κάπου να το αναφέρει.Αυτο που σας γράφω είναι γεγονός και δεν αμφισβητείτε.
 
Απογοητευση για ολα.
Για τους πολιτικους, για τους δημοσιογραφους που χειραγωγουν τον κοσμο, αλλα κυριως απογοητευση για το πως σκεφτομαστε και συμπεριφερομαστε εμεις, οι πολιτες.
Θελουμε να αλλαξει προς το καλυτερο ο κοσμος, χωρις ομως να αλλαξουμε εμεις!
 
Πάρε μάτι μια άρεια φυλή‼️
Εντάξει, για Υπεράνθρωπο δεν τον κάνεις με τίποτα.
Για Παράνθρωπο όμως...
t1607.gif
 
Πρώτο Θέμα: Σκυλάκι πέθανε από τρόμο για τα βεγγαλικά - Δεκάδες εξαφανίσεις ζώων μετά την Ανάσταση.
https://www.protothema.gr/greece/ar...niseis-zoon-meta-tin-anastasi/?utm_source=rss

Κρίμα για το ζωντανό αλλά η υπερβολή σε όλο της το μεγαλειο απο τους ζωοφιλους. Όταν δαγκώνει κανα παιδάκι το πιτμπουλ η το ροτβαιλερ του ζωοφιλου δεν βλέπω τέτοια ευαισθησία από μέρους τους....
 
Πρώτο Θέμα: Σκυλάκι πέθανε από τρόμο για τα βεγγαλικά - Δεκάδες εξαφανίσεις ζώων μετά την Ανάσταση.
https://www.protothema.gr/greece/article/1236610/skulaki-pethane-apo-tromo-gia-ta-veggalika-dekades-exafaniseis-zoon-meta-tin-anastasi/?utm_source=rss

Κρίμα για το ζωντανό αλλά η υπερβολή σε όλο της το μεγαλειο απο τους ζωοφιλους. Όταν δαγκώνει κανα παιδάκι το πιτμπουλ η το ροτβαιλερ του ζωοφιλου δεν βλέπω τέτοια ευαισθησία από μέρους τους....
Να απαγορευθούν.....οι καταιγίδες και οι κεραυνοί !
 
Αϊ μου Γιώργη! (Επί τη εορτή της κγ’ Απριλίου)

Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 23 Απριλίου του 1892...

View attachment 47143

Ανέτειλε το έαρ· δεύτε ευφρανθώμεν! Εξέλαμψεν η Ανάστασις Χριστού· δεύτε ευφρανθώμεν!
Η του αθλοφόρου μνήμη τους πιστούς φαιδρύνουσα ανεδείχθη.

Ένθεν μεν ψάλλει η Εκκλησία, συγκαταβατικωτέρα κατά τας ημέρας ταύτας της αναστάσεως του Σωτήρος, παρά την ανωτέραν πνευματικήν έννοιαν τοιούτων παρακελεύσεων· ένθεν δε ο ελληνικός λαός, όστις φαντάζεται πρώτον λεβέντην και αστραπόμορφον νεανίαν τον ήρωα πρόμαχον του Χριστιανισμού, περιβάλλει με όλην την ποίησιν των μακραιώνων ονείρων του, με παμφαείς ακτίνας αφθίτου νεότητος και αϊδίου καλλονής τον Αγιον Γεωργιον

Αϊ μου Γιώργη αρματολέ και πρώτε καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι...


Και ιστορείται δια στίχων επικής απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους βασιλικούς γονείς της.
Α! είναι κρίμα, ότι οι Έλληνες δεν τον επεκαλέσθησαν πέρυσι, πριν ή λάβη μοιραίαν έκβασιν περίστασις παραπλησία!... Αλλά και πάλιν, τις οίδεν αν οι θνητοί βλέπομεν ορθώς τα πράγματα, αν δεν κατοπτρίζονται ανάποδα εις τους οφθαλμούς μας;...Τις οίδεν αν ο κόσμος αυτός, με όλους τους πάγους του Βορρά, ή με τα θάλπη της μεσημβρίας, δεν είναι το αληθές θηρίον;...Αν ο άγγελος του θανάτου, κατ’ εξοχήν τροπαιοφόρος, δεν είναι ο αισιώτερος των αγγέλων;...Και αν, εις τον άλλον κόσμον, η στοργή του ουρανίου πατρός δεν είναι μυριάκις ενθερμοτέρα της στοργής επιγείων γονέων; Τι λέγει το ιερόν Βιβλίον; Κι αβί βε αμί ναδζαβούνι, β’ Αδωνάι α-σπένι (Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με).

Εν τούτοις, επαξίως ο ελληνικός λαός τιμά με υπερόχου ευλαβείας δείγματα τον ελληνοπρεπέστατον άγιον του, τον άγιον Γεώργιον. Ο τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ομού με τον άλλον ομόψυχον και εφάμιλλόν του, ίστανται φρουροί εις τα πρόθυρα ο μεν του θέρους, ο δε του χειμώνος, σημειούντες δια της επιτολής των, ως άλλοι αστέρες σελασφόροι, την περίοδον των ορεινών και πεδινών νομών και καταυλισμών δια τους ποιμένας.
Εξ ήρος εις αρκτούρον ευμήνους χρόνους· και ποιμένες και γεωργοί άγουσι γηθοσύνως την ροδοστέφανον, ως εκ του μαρτυρικού του αίματος, μνήμην του αγίου, και θύουσιν άρνας, και οβελίζουσιν αμνούς, γενναίως ευχωμούμενοι, επικαλούμενοι τον μάρτυρα βοηθόν εις τας επιχειρήσεις των και συλλήπτορα των κόπων. Και οι Έλληνες πολεμισταί των παρελθόντων αιώνων, ως και της μεγάλης εθνεγερσίας, δεν έπαυσαν να τον επικαλούνται ευμενή σύμμαχον και αρωγόν. Κατ’ αυτήν δε την ημέραν της μνήμης του αγίου, το πρώτον έτος του αγώνος, έτερος αγλαός πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος και μάρτυς της ελευθερίας περικλεέστατος, ο Θανάσης Διάκος, προσεφέρθη ολοκαύτωμα υπέρ του Γένους. Ενθυμηθήτε τους στίχους του αειμνήστου Βαλαωρίτου.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του,
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαλλ’ ο Άη -Γιώργης
με τ᾿ άγριό του τ᾿ άλογο, κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ανίκητο κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα, ποὺ δέρνεται στο χωμα.


Αλλά και ποίος άλλος Άγιος έχει τόσα και τόσα εξωκκλήσια, υψούμενα χαριέντως εις πάσαν κοιλάδα, επιστέφοντα πάντα λόφον, πάντα βράχον της Ελληνίδος χώρας; ο Άγιος Δημήτριος, ως ιστάμενος φρουρός εις τα πρόθυρα του χειμώνος, δια να μη μείνη παραπονούμενος, έχει το ιδιαίτερον καλοκαίρι του, “καλοκαιράκι τ’ Αϊ-Δημητριού” και τον φερώνυμον αυτού μήνα, ο δε Άγιος Γεώργιος είναι ο κατ’ εξοχήν καλοκαιρινός και ανοιξιάτικος Άγιος και δεν δύναταί τις να φαντασθή μνήμη του Αγίου Γεωργίου χωρίς πολλά ποικιλόχροα άνθη μοσχοβολούντα, χωρίς τάπητας ανθυλλίων μεθυσκόντων τον αέρα με την ευωδίαν των, χωρίς άπειρον πρασινάδα και απεράντους αγρούς αιματόχρους από αμέτρητον πλήθος των μηκώνων, χωρίς τρυφερούς βλαστούς αμπέλων με βότρυς προβάλλοντας και χωρίς αναριθμήτους στεφάνους από αγραμπελιές και αγιοκλήματα. Ποίος άλλος Άγιος δύναται να καυχηθή, ότι είναι ο καθολικός πολιούχος των ελληνίδων πόλεων, ο γενικός προστάτης της ελληνικής εξοχής; Διότι το συναξάριον του δεν αναφέρει εις ποίον ωρισμένως μέρος της Ανατολής εμαρτύρησεν, ως δια να αφήση την μνήμην του Αγίου κοινήν εις όλην την ελληνικήν χώραν.Καθώς δε ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κατεξοχήν προστάτης των θαλασσοπορούντων ανά τον πόντον, ούτω και ο Άγιος Γεώργιος είναι ο ετοιμότατος βοηθός και αντιλήπτωρ των γεωπονούντων επί της ξηράς. Ποίος άλλος Άγιος εφάνη ποτέ τόσον πρόθυμος “των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος”; Και ποίος άλλος Άγιος έδειξε ποτέ τόσην χριστομίμητον φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν, ώστε να εισακούση της δεήσεως παιδίου παίζοντος, ηττωμένου εν τη παιδιά και πάσχοντος την φιλοτιμίαν (πως φαίνεται ότι ήτο Ελληνόπαις!) και να δεχθή προ πλήρωσιν ευχής, αντί πάσης συνήθους προσφοράς, οίον κηρίου και θυμιάματος και λειτουργίας, σφουγγάτον, ήτοι ομελέταν, απο αυγά, καθώς θα ελέγαμεν σήμερον; Αναγνώσατε το χαριέστατον εκείνο θαύμα του Αγίου, δια να πεισθήτε.
Αλλά και όσοι δεν πιστεύετε τα θαύματα, αποφασίσατε να κάμητε έν ταξίδιον έως τον ιερόν Άθωνα, και άμα φθάσητε εκεί, επισκεφθήτε την μονήν του Ζωγράφου. Εκεί σώζεται η εκ των λύθρων της σφαγής του Μάρτυρος συμπαγείσα αχειροποίητος εικών του Αγίου Γεωργίου, εφ’ ής απιστών προς το παράδοξον το πάλαι αρχιερεύς, θεις την χείρα προς ψηλάφισιν επί της εικόνος, ετιμωρήθη αξίως δια την τόλμην, προσφυέντος του δακτύλου επί της εικόνος και μείναντος κολλημένου, εωσού ηναγκάσθη ν’ αποκόψη με τον δάκτυλον, να σωθή δε εν μετανοία κλαίων εν τω ναώ του Αγίου. Η εικών είναι εκεί και ο δάκτυλος μένει μετά τόσους αιώνας ορατός επ’ αυτής.

Είπομεν, ότι η συγκατάβασις του Αγίου απεδείχθη χριστομίμητος, και τούτο μας ενθυμίζει την ευσεβή εκείνη φάτιν (e) περί τινος απλοϊκού ανθρώπου, προσελθόντος ποτέ εις εξομολόγησιν και ακούσαντος παρτου πνευματικού την παραίνεσιν “να περπατή τον ίσιο δρόμο, αν θέλη να πάη στον Παράδεισο”. Ο άνθρωπος ηρμήνευσε την συμβουλήν κατά γράμμα και οδεύσας την ευθείαν έφθασε μετά τινας ημέρας εις λαμπρόν μοναστήριον εν τερπνοτάτω και πολυανθεί τοπίω, όπερ άμα ιδών, εν πεποιθήσει ανέκραξεν· “Α! να ο Παράδεισος!”. Προσελθών δε εις τον θυρωρόν του μοναστηρίου, είπε·
“Καθώς μου είπε ο πνευματικός επερπάτησα τον ίσιο δρόμο και έφθσα στον Παράδεισον, και τώρα που έφθασα, δεν θέλω να φύγω απ’ εδώ”.
Ο ηγούμενος, μαθών τα κατά τον άνθρωπον, έδωκεν αυτώ διακόνημα το να είναι “βουρδουνιάρης”, ήτοι σταυλίτης του μοναστηρίου, ευδοκιμήσαντα δε μετά καιρόν τον επροβίβασεν εις υπηρέτην του ναού. Εκεί έμεινεν ο ξένος υπηρετών μετά ζήλου, και ήτο μακάριος καθόλα, μόνον έν πράγμα δεν ηδύνατο να εννοήση· βλέπων τον Χριστόν εσταυρωμένον υψηλά εις την κορυφήν του εικονοστασίου, ελυπείτο, κι έλεγε· “Τι κακό έκαμε και τον κρέμασαν εκεί!”. Μια των ημερών,ενώ εσκούπιζε το έδαφος του ναού, τρώγων άμα τεμάχιον άρτου. λείψανον προσφοράς ή αρτοκλασίας, ανατείνας την χείρα προς τον Εσταυρωμένον επάνω έκραξε· “Κατέβα και συ, καημένε, να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας· σε λυπούμαι να σ’ έχουν νηστικόν, τόσον καιρόν εκεί κρεμασμένον!”. Ο άνθρωπος ήτο αμαθής και απλοϊκός εις άκρον, και δεν υπώπτευεν ότι εβλασφήμει τοιαύτα λέγων·ωμοίαζε με τον άλλον εκείνον, όστις είχε συνηθίσει να λέγη προσευχόμενος· “Κύριε, μη μ’ ελεής!”, καλή τη πίστει νομίζων, ότι η φράσις αύτη εσήμαινε· ”Κύριε, ελέησον με”. Εν τούτοις, ο Δεσπότης Χριστός, προσθέτει η παράδοσις, συγκατέβη προς την απλότητα του ανθρώπου εκείνου, και κατήλθε, φρικτόν ειπείν, ολόσωμος εκ του Σταυρού, κι εδέχθη τεμάχιον άρτου από των αθώων χειρών του πλάσματός του , καθώς άλλοτε είχε συνδειπνήσει με τους μαθητάς, μετά την Ανάστασιν, παρά την όχθην της Τιβεριάδος!....
.tired.
 
Που και που γράφουν και κάποια σωστά το θέμα είναι να παίρνεις από τον κάθε ένα ότι αξίζειγιατι δυστυχώς όλη η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι για κλωτσες
Πολλές φορές στα μικρής απήχησης ή περιθωριακά μέσα ενημέρωσης ανακαλύπτει κανείς ειδήσεις και αλήθειες που δε θα πέρναγαν ποτέ στα συστημικά μέσα πληροφόρησης.
 
Status
Not open for further replies.
Back
Top