Λέξη: χτικιάρα
αρρωστιάρα Επίθ. που αρρωσταίνει συχνά
φυματικός Ουσ. αυτός που πάσχει από φυματίωση
φυματικιά
φθισικιά
χτικιάρα
χτικιασμένη
.buy..buy..buy..buy.
Δημήτρη όλα αυτά έχουν οι τσίχλες Βοιωτίας; .ha ha ha. .ha ha ha.
Υ.Γ. Και εγώ με τον Μπουφόν ήμουν... .goodboy.