Ξανά-ανεβάζω ένα, νομίζω, ενδιαφέρον όρθρο...
Ο μύθος της γρήγορης τουφεκιάς
Πολλές φορές ακούμε από κυνηγούς ότι το τάδε φυσίγγι είναι γρήγορο και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται μεγάλη προσκόπευση. Αν ο ισχυρισμός είναι αληθής, πρόκειται για σοβαρό ζήτημα και αξίζει να το μελετήσουμε.
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ότι η επιλογή της πυρίτιδας δεν σχετίζεται με την (αρχική) ταχύτητα των σκαγιών. Δεν υπάρχουν δηλαδή «γρήγορες» και «αργές» πυρίτιδες που δίνουν μεγάλες ή μικρές αρχικές ταχύτητες. Οπωσδήποτε υπάρχουν ταχυκαείς και βραδυκαείς πυρίτιδες, η ταχύτητα καύσης όμως δεν έχει να κάνει με την αρχική ταχύτητα των σκαγιών. Οι περισσότερες πυρίτιδες σήμερα είναι ρεγουλαρισμένες ώστε να δίνουν κανονικά βλητικά αποτελέσματα, δηλαδή πιέσεις και ταχύτητες.
Η ταχύτητα των σκαγιών είναι συνάρτηση της γόμωσης (βάρος πυρίτιδας και σκαγιών), της βυσμάτωσης (μάλλινη ή πλαστική τάπα, είδος τάπας) και του καψυλλίου. Συνήθως οι μικρές γομώσεις (28-32 γρ. σκάγια για cal 12) δίνουν υψηλότερες ταχύτητες από τις μεγάλες γομώσεις (32-36 γρ.). Ο λόγος είναι απλός. Κάθε κατασκευαστής φυσιγγίων λαμβάνει υπόψη κάποια μέγιστη επιτρεπτή πίεση και κάποιο μέγιστο ανεκτό λάκτισμα.
Οσο μεγαλύτερη είναι η αρχική ταχύτητα και το βάρος των σκαγιών, τόσο υψηλότερες πιέσεις και μεγαλύτερο λάκτισμα θα έχουμε. Δεν μπορούμε λοιπόν να αυξήσουμε απεριόριστα και την ταχύτητα και το βάρος των σκαγιών. Υποχρεωνόμαστε σε κάποιον συμβιβασμό και οι δυνατές επιλογές είναι, ή μικρή γόμωση-υψηλή ταχύτητα, ή μεγάλη γόμωση-χαμηλή ταχύτητα.
Μερικά αριθμητικά παραδείγματα θα μας δώσουν μια εικόνα των σημερινών φυσιγγίων. Ως κανονικές θεωρούνται οι αρχικές ταχύτητες από 360 έως 380 m/sec. Χωρίς να είναι απόλυτο, ταχύτητες άνω των 380 m/sec χαρακτηρίζονται ως υψηλές. 400-420 m/sec είναι οι υψηλότερες ταχύτητες των φυσιγγίων του εμπορίου.
Ας συγκρίνουμε τώρα δυο φυσίγγια με σκάγια Νο.5 που βρίσκονται στα άκρα της γκάμας των συνηθέστερων τύπων που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Το ένα με αρχική ταχύτητα 360 m/sec και το άλλο με αρχική ταχύτητα 415 m/sec. Θα νόμιζε κανείς ότι με 55 m/sec παραπάνω, το γρήγορο φυσίγγι είναι κεραυνός σε σύγκριση με το πρώτο. Αν όμως μετρήσει τις ταχύτητες, θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι ελάχιστα διαφέρουν στα 35m: τα σκάγια του «γρήγορου» φυσιγγίου φτάνουν στο στόχο με ταχύτητα 220 m/sec και τα σκάγια του «αργού» φτάνουν με 200 m/sec.
Η αντίσταση του αέρα
Η μικρή διαφορά στις μένουσες ταχύτητες (20 m/sec στα 35m) οφείλεται στο ότι η αντίσταση του αέρα στην κίνηση των σκαγιών, δεν είναι ανάλογη της ταχύτητάς τους. Η αντίσταση του αέρα είναι ανάλογη του τετραγώνου της ταχύτητας, που σημαίνει ότι όταν η ταχύτητα των σκαγιών διπλασιάζεται, η αντίσταση του αέρα τετραπλασιάζεται. Ετσι τα σκάγια που ξεκινούν με μεγάλη ταχύτητα από το στόμα του όπλου, επιβραδύνονται πολύ περισσότερο από αυτά με τη μικρότερη αρχική ταχύτητα, με αποτέλεσμα οι τελικές τους ταχύτητες να μη διαφέρουν πολύ.
Για να επανέλθουμε στην προσκόπευση, ας υποθέσουμε ότι ο στόχος είναι μια πάπια που κινείται τραβέρσα στα 35 m με ταχύτητα 90 km/h (δηλαδή 25 m/sec). Πρόκειται για ακραίο παράδειγμα, διότι στις περισσότερες κυνηγετικές περιπτώσεις οι στόχοι κινούνται σε κοντινότερες αποστάσεις και πολύ βραδύτερα, γύρω στα 30 km/h. Πόσο πιο γρήγορα φτάνουν στον στόχο τα σκάγια του γρήγορου φυσιγγίου; Ο χρόνος πτήσης των σκαγιών για τα δυο φυσίγγια της δοκιμής μας είναι 0,127 sec για το «γρήγορο» και 0,138 sec για το «αργό».
Εχουμε δηλαδή μια διαφορά περίπου ένα δέκατο του δευτερολέπτου (0,011 sec για την ακρίβεια). Στον χρόνο που ταξιδεύουν τα σκάγια, η πάπια θα έχει διανύσει 3,17 m στην πρώτη περίπτωση και 3,45 m στη δεύτερη περίπτωση, 0,28 m παραπάνω (ναι, μόνο 30 εκατοστά παραπάνω). Αλλά όταν μιλούμε για προσκόπευση 3-4 μέτρα, είμαστε σε θέση να καθορίσουμε «λεπτομέρειες» 30 εκατοστών του μέτρου; Ποιος από μας μπορεί να εκτιμήσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε απόσταση 35 m αν δύο σημεία απέχουν 3 ή 3,5 μέτρα; Με διάμετρο κύκλου σκαγιών 70 εκ., μια προσκόπευση γύρω στα 3,5 μέτρα αρκεί για να καταβάλει την πάπια μας και μετά τα δύο φυσίγγια. Φυσικά, αν το παράδειγμά μας ήταν μια μπεκάτσα που πετάει στα 15-20 μέτρα με το ένα τρίτο της ταχύτητας της πάπιας, ε τότε θα μιλούσαμε για διαφορά 4-5 εκ.
Οι κατανομές...
Είναι λοιπόν προφανές ότι η ενασχόληση με τα επιπλέον εκατοστά και οι ακριβείς υπολογισμοί αυτού του τύπου, αγγίζουν τα όρια του γελοίου. Οι αστοχίες σε μεγάλες αποστάσεις οφείλονται συνήθως σε κακή εκτίμηση της απαραίτητης προσκόπευσης ή στο στιγμιαίο σταμάτημα της κίνησης του όπλου πριν τον πυροβολισμό. Οταν σταματούμε το «σουίγκ», αστοχούμε όχι για λίγα εκατοστά, αλλά για μέτρα. Αυτός είναι ο λόγος που από την αρχή θέσαμε εισαγωγικά στα «γρήγορα» και «αργά» φυσίγγια.
Τα φυσίγγια υψηλών ταχυτήτων απαιτούν τσοκαρισμένα όπλα, αλλιώς δίνουν ανομοιόμορφες και αραιές κατανομές (δοκιμάστε στον πίνακα στα 35 m ένα πραγματικό φυσίγγι υψηλών ταχυτήτων με τσοκ κύλινδρο και θα εκπλαγείτε).
Το δεύτερο είναι ότι δύσκολα μπορεί να κατασκευαστεί ερασιτεχνικά ένα πραγματικό φυσίγγιο υψηλής ταχύτητας (π.χ. 36 γρ. σκάγια με ταχύτητα 410 m/sec). Απαιτούνται γνώσεις και βλητικό κέντρο για πολλές δοκιμές. Πράγματι, ένα τυχαία φτιαγμένο τέτοιο φυσίγγι, εκτός του ότι μπορεί να αναπτύσσει υπερβολικές πιέσεις, συνήθως έχει
μικρότερη διάτρηση από ένα κανονικό φυσίγγιο!
Το φαινομενικά παράδοξο αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στην παραμόρφωση που υφίστανται τα σκάγια λόγω των πολύ υψηλών πιέσεων που δημιουργούνται στην κάννη, πιέσεων αναγκαίων για να προωθηθούν τα σκάγια και να εξέλθουν με μεγάλη ταχύτητα.
Τα παραμορφωμένα σκάγια, επειδή έχουν χάσει το σφαιρικό τους σχήμα, συναντούν ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση από τον αέρα, με αποτέλεσμα να φτάνουν στον στόχο με μικρότερη ταχύτητα από αυτήν που θα είχαν αν προέρχονταν από φυσίγγι με κανονικές πιέσεις και ταχύτητες. Η παραμόρφωση αυτή είναι εν μέρει υπεύθυνη και για τις φτωχές κατανομές που αναφέραμε πιο πάνω.
Η σημερινή τεχνολογία και η ανάπτυξη της χημείας επέτρεψαν τη δημιουργία προοδευτικών πυρίτιδων, επινικελωμένων σκαγιών, μη διαβρωτικών καψυλλίων, αξιόπιστων φυσιγγίων, ανθεκτικών σε καιρικές μεταβολές. Η βλητική όμως δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ούτε είναι δυνατόν να υπερβούμε τους νόμους της φύσης. Η μικρή αύξηση της ανώτατης αρχικής ταχύτητας μέσα σ' έναν αιώνα, ελάχιστα έχει βελτιώσει τα πράγματα.
Ευτύχημα από μια άποψη, γιατί τίθεται και το ζήτημα της ηθικής συμπεριφοράς έναντι του θηράματος.
Κείμενο:
Γιάννης ΜΥΡΙΤΖΗΣ
(Αναδημοσίευση από το «Κυνήγι και Σκοποβολή».)