Σε μια πρόσφατη συνεύρεση σε ένα οικογενειακό τραπέζι, η κουβέντα πήγε σε μια ιστορία που δεν την είχα ξανακούσει.
Θείος της γυναίκας μου γύρω στα 20 τότε, φοιτητής στην Αθήνα την περίοδο της 7ετίας. Νοίκιαζαν με έναν συμφοιτητή του μια γκαρσονιέρα στο κέντρο της Αθήνας για να μπορούν οι οικογένειες τους από την επαρχία να τα φέρουν βόλτα. Ένα πρωί χτυπάει η πόρτα και τον ενημερώνει ένας αστυνομικός ότι πρέπει να παρουσιαστεί στο τμήμα της περιοχής του. Ο λόγος άγνωστος. Την άλλη μέρα το πρωί φτάνει στο τμήμα και ενημερώνει τον σκοπό ότι τον ζήτησαν χωρίς να ξέρει τον λόγο. Ο σκοπός του είπε να ανέβει στο τάδε γραφείο, καλώς του λέει ο νεαρός, θα περάσω πρώτα να πω ένα γεια στον τάδε. Ο τάδε ήταν ένας παλιός συμμαθητής του από το χωριό που υπηρετούσε σαν δόκιμος, αν δεν κάνω λάθος, στο συγκεκριμένο τμήμα. Πως και από δω του λέει αυτός, δεν ξέρω του λέει και του εξήγησε τι είχε συμβεί. Καλά πάμε μαζί του είπε ο φίλος του. Χτυπάει ο νεαρός την πόρτα του γραφείου και μπαίνει μέσα. Σε μια καρέκλα στην άκρη του δωματίου καθόταν ένας τύπος αμίλητος σαν ντουλάπα και πίσω από το γραφείο ένας αξιωματικός, ο οποίος ρωτάει.
- Ποιος είσαι εσύ;
- Ο τάδε, με ζητήσατε.
- Ααααα ο τάδε, δεν μου λες, καλά τα είπε σήμερα η Deutsche Welle ?
Έκπληκτος ο νεαρός και χωρίς να το πιάσει με την πρώτη, αφού περισσότερο περίμενε η επίσκεψη του στο τμήμα να έχει να κάνει με ένα μηχανάκι που οδηγούσε τότε, ρωτάει αυθόρμητα ...
- Πως είπατε;
Και η απάντηση του αξιωματικού στο 20χρονο.
- Τώρα τι καταλαβαίνεις, θες να σου γ@μhσO κάνα Χριστό και καμιά Παναγία; Εμείς σκοτώνουμε και λογαριασμό δεν δίνουμε. Ώστε ακούς Deutsche Welle ε?
Ο πιτσιρικάς δεν ήξερε τι του γινόταν, είχε μείνει άγαλμα. Τότε μπαίνει μέσα ο φίλος του και λέει στον αξιωματικό ότι είναι παιδικοί φίλοι και ότι εγγυάται αυτός για εκείνον. Η απάντηση του αξιωματικού στον συνάδελφο του ήταν ...
- Δεν πιστεύω να είσαι και συ κάνα τέτοιο @ρχίδι;
Εν πάση περιπτώσει ο πιτσιρίκος έφυγε. Ο φίλος του, μετά από μέρες που ασχολήθηκε με το θέμα του είπε ότι τον προόριζαν για κρατητήριο εκείνη την μέρα, αν δεν παρέμβαινε εκείνος, με ότι δυσάρεστο θα σήμαινε αυτό. Τελικά το μυστήριο λύθηκε, απέναντι από την γκαρσονιέρα που έμεναν οι φοιτητές, ζούσε μια οικογένεια με δύο πολύ όμορφες αδερφές, τις οποίες οι νεαροί φλερτάραν. Αυτό έπεσε στην αντίληψη του πατέρα των κοριτσιών, ο οποίος θεώρησε σωστό για να συνετίσει τους νεαρούς, να πάει στον ρουφιάνο της γειτονιάς και να του πει ότι από το διαμέρισμα τους ακούγεται η Deutsche Welle.
Μια ιστοριούλα της τότε καθημερινότητας...
... για αυτούς που την ονειρεύονται χωρίς να την έχουν ζήσει.