«ΤΕΡΤΣΕΤΗ ΑΠΑΝΤΑ, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», (επιμέλεια Γ. Βαλέτα), εκδόσεις Χρ. Γιοβάνη, Αθήνα 1966, τόμος Γ΄, «Απόλογα για τον Καποδίστρια», σελ. 240-242
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, (1800-1874), ο άνθρωπος στον οποίον ο Γέρος τού Μοριά υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του, σε ένα κείμενό του με τίτλο «απόλογα* για τον Ιωάννη Καποδίστρια», παραθέτει την παρακάτω συγκλονιστική διήγηση μη κατονομαζομένου «φιλαλήθους διηγητή» προς τον ίδιον (τον Γ. Τερτσέτη).Η διήγηση αυτή, φέρει τον Ιωάννη Καποδίστρια να απευθύνει εμπνευσμένα λόγια στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, ο οποίος, τρία χρόνια αργότερα (1831) θα γινόταν ένας από τους «φερόμενους» δολοφόνους του…
(*) Διηγήσεις, ιστορίες, μύθοι
«Εις τα 1828 εις την Αίγινα επήγε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης να επισκεφθεί τον Κυβερνήτη [Ιωάννη Καποδίστρια]. Εφόρεσε τη λαμπρότερη ενδυμασία του, βουτημένη εις το μάλαμα• εγελούσαν τα φορέματά του, εγελούσε η καρδιά του, διατὶ ο νέος είχε κλίση προς τον Κυβερνήτη• τον εδέχθη αυτὸς ως πατέρας τον υιό, αλλὰ του είπε:
– Δεν σ’ επαινώ διὰ τα φορέματά σου· και πριν πατήσω τα χώματα τα Ελληνικά, και αφού ήλθα και είδα το εβεβαιώθηκα, είναι καιροὶ που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια, και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο.
– Είδα πολλὰ εις τη ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί• προείδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ την πατρίδα, αν εσείς δεν θα είσθε σύμφωνοι μαζί μου και εγὼ με εσάς. «Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας», εφώναζαν γυναίκες αναμαλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανὰ γδυτά, κατεβασμένα απὸ τες σπηλιές• δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνὴ χαράς, αλλὰ θρήνος• η γη εβρέχετο απὸ δάκρυα· εβρέχετο η μερτιὰ και η δάφνη τού στολισμένου δρόμου απὸ το γιαλὸ εις την Εκκλησία• ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνὴ τού λαού έσχιζε την καρδιά μου• μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μού έδειχναν εις το βυζὶ τα παιδιά τους, και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρὰ εκείνα και εγώ, και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και εσείς με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν, και κυβέρνησις καθώς πρέπει, ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει τους αποθαμένους διατί διορθώνει τη ζημία τού θανάτου και της αδικίας· δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει συνείδηση, ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας. Δύναμαι να κάμω εγώ όλα αυτά, και να δικαιολογήσω την [α]παντοχή του κόσμου; Δύναμαι να πράξω μηδέν, χωρίς τη σταθερά ομοφροσύνη τών πρώτων τού τόπου; Δεν είναι κίνδυνος, ότι τα αγαθοεργήματά τους εις τον αγώνα έχυσαν πλησμονήν ορέξεων, απαιτήσεων εις τα στήθη τους; Πλησμονήν αφιλίωτη με το γενικό καλό, με το κύρος τής εξουσίας και με την ευτυχία τού λαού· αν ευρεθώμεν εις αντιλογίαν, αντίμαχοι εις το φρόνημα, ποίος θα μονομερήσει;
– Εγώ η εκείνοι;
– Υιὲ τού Μαυρομιχάλη, διὰ να με τιμήσεις ήλθες ευμορφοστολισμένος, το εννοώ και σε αγαπώ, όθεν και σου ανοίγω την καρδία μου.
– Ήλθεν εις την πατρίδα σας ένας ομογενὴς περισσότερος, δεν ήφερα ξένους οπλοφόρους, συνοδεία μου έχω μόνον την πειθώ, το φίλεργο, και τίμια γηρατεία• όχι εσύ, που είσαι νέος, αλλὰ οι πλέον, πλέον γέροντες δεν έχετε γνώση λευκαμένη απὸ παλαιότητα καιρού. Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλοὺς κινδύνους ακόμη η Ελληνικὴ ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινοὺς τού κράτους• τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειά μας, τ’ Ανάπλι, την Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ο Ιμβραΐμης κρατεί τα κάστρα και το μεσόγειο της Πελοποννήσου, ο Κιουτάγιας τη Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται απὸ αυτεξούσιον στρατιώτην και απὸ πειρατείαν, τα δύο μεγάλα καράβια σας, είναι αραμμένα ξαρμάτωτα εις τον Πόρο, η Αθήνα έφαγε πέρυσι τους ανδρειοτέρους τών Ελλήνων.
– Πού το θησαυροφυλάκιον του έθνους; Ακούω, επουλήσατε και την δεκατιὰ τού φετεινού έτους, πριν ακόμα σπαρθεί το γέννημα• ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνὰ και εις τα σπήλαια• το δημόσιο είναι πλακωμένο απὸ δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, άλλα τόσα ζητείτε οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη εις τους Άγγλους δανειστάς· ανάγκη να την ελευθερώσομε με την ίδια απόφαση, ως θα την ελευθερώσομε και απὸ τα άρματα του Κιουτάγια και του Αιγυπτίου.
– Δεν λυπούμαι, δεν απελπίζομαι• προτιμώ αυτὸ το σκήπτρο τού πόνου και των δακρύων παρὰ άλλο• ο θεὸς μού το ’δωσε, το παίρνω, θέλει να με δοκιμάσει• είμαι απὸ τη φυλή σας· εις ένα μνήμα μαζί με σας θα θαφτώ• ό,τι έχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εις την Ευρώπη, κεφάλαια γνώσεων, αποκτημένα απὸ τόσα θεάματα και ακροάματα συμβάντων τού κόσμου τής ημέρας μου, τα αφιερώνω εις την κοινὴν πατρίδα, ας υψώσωμεν το μεγαλείον της, ώστε όποιος θελήσει, δυσκόλως να το ταπεινώσει, στερεωμένο εις ρίζες αρετής είναι ακαταμάχητο. Εκάματε έργα πολεμικά αθάνατα. Βασιλείς και έθνη σάς επαίνεσαν, αλλά πίστευσέ μου, δια πολυετίαν ακόμη η ζώνη τού Προδρόμου πρέπει να είναι στολισμός μας, όχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα.Ως οι παλαιοί ήρωες ή βασιλείς τής Ελλάδος πρέπει να φυτεύομε δέντρα, να ανοίγομε δρόμους, να παλεύομε με τα θηρία τού δάσους, να δέσομε την κοινωνία μας με νόμους συμφώνους με το έθνος μας· ούτε οπίσω, ούτε εμπρός τού καιρού μας· μη μου ζητείτε ζωγραφίες πολύτιμες εις οικοδόμημα ακόμη ατελείωτο. Μέτρο μας και άστρο, εις δεινά ελληνικά θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως οι χειρούργοι τής Ευρώπης κόφτοντας, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της Πατρίδος μας, διά να τη γιάνομε.
– Αν δεν μας αποστραφεί ο μεγαλοδύναμος και αξιωθούμε την ευλογία του, τα ακροθαλάσσιά μας θα στολισθούν από εύμορφες πολιτείες, η σημαία η ελληνική θα δοξάζεται εις τα πελάγη, ήμερα δέντρα θα ανθίζουν εις τα άγρια βουνά, και οι ερημιές θα πληθύνουν από κατοίκους- και όχι εις τες όψιμες ημέρες τών απογόνων όσα σου προλέγω, αλλά εσύ θα τα ιδείς πού ’σαι νέος θα ζήσεις και θα γεράσεις. Ένα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνησις τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων – επειδὴ κάθε τόπος έχει χωριστὰ το μυστήριον της ζωής του, το νόμο τής ευτυχίας του- αν πλανεθεί ο ελληνισμός σας και σηκωθεί σκοτάδι μεταξὺ μας, ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδία μου, θολωθούν και με οι οφθαλμοί, ποίος ηξεύρει;… πού θα πάμε, τι θα γενούμε;
– Ετινάξετε το καβούκι τών αλλοφύλων, αλλ’ οι πλεκτάνες τής διπλωματίας έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες, και εσείς δεν τες εννοείτε.
– Κατεβαίνω πολεμιστὴς εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι, τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχές πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικὸ και ανήμερο αλλοεθνῶν ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύει την καρδίαν μας, Θεὸς ζηλότυπος, μόνον το αίσθημα το Ελληνικὸ· ο φιλὴκοος των ξένων είναι προδότης.
– Είθε οι νέοι τής Ελλάδος να είναι βοηθοί μου και πρώτος εσύ. Μη φορείς πολυτελή φορέματα, αταίριαστα με την ένδεια των πολλών και κεφάλαιο θαμμένο, αχρησίμευτο· ή αφορμή, η απόκτησίς του, κακών ορέξεων και πράξεων· μη θέλεις άλλο στολίδι και καύχημα ειμή ότι είσαι από οικογένεια δοξασμένη, που τόσο έχυσε αίμα ανδρειωμένο διά την αναγέννηση και την ελευθερία τής Πατρίδος»
Εδώ, ο Γεώργιος Τερτσέτης συμπληρώνει:
Ο φιλαλήθης διηγητής τής συνομιλίας τού Κυβερνήτου [Καποδίστρια] με τον Μαυρομιχάλη, μου επρόσθεσε ακόμη, ότι σμίγοντας ο νέος την ημέρα εκείνη φίλο του, του είπε: «Σήμερον ο Κυβερνήτης με έκαμε να εντραπώ».
Υ.Γ...ο Κυβερνήτης σχεδίαζε να ελευθερώσει τη Ελλάδα από το επαχθές δάνειο ( που αποπληρώθηκε τελικά το 1980; σημαντικό έτος ).Άραγε πως; Μήπως κηρύσσοντας πτώχευση;...οι Εβραίοι τραπεζίτες του Λονδίνου θα έχαναν τα λεφτά τους. Ένα ισχυρότατο κίνητρο δολοφονίας...
Ντράπηκε ο Μαυρομιχάλης...πιάσανε τόπο τα λόγια του Καποδίστρια...
Θέλει πολύ μελέτη και ανάλυση το κείμενο , και εγώ δεν είμαι άξιος...