από την κυνηγεσία κυνοφιλία
ΤΟΥ ΞΕΠΕΤΑΓΜΑΤΟΣ
Είναι το όπλο του λαγοκυνηγού που έχε εκπαιδεύσει το σκυλί του να μην φεύγει μακριά, ώστε να το πηγαίνει «καβάλα», έχοντας άμεση οπτική επαφή με το θήραμα στο ξεπέταγμά του.
Τα παλαιότερα χρόνια κυνηγίου αυτός ο τρόπος θήρευσης του λαγού ήταν σπανιότερος, όμως στο σύγχρονο τρόπο κυνηγίου έχει γίνει συχνότερος, ειδικά σε ανοιχτά μέρη. Άλλωστε ο βιότοπος και το μέρος που κυνηγάμε καθορίζουν και τον τρόπο κυνηγίου και κατ΄επέκταση και το όπλο. Σε αυτόν τον τρόπο κυνηγίου έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότερες βολές γίνονται από τα 10 μ. μέχρι τα 25 μ., συνεπώς στο δίκανο χρειαζόμαστε μήκος κάνης από 66 εκ. μέχρι 71 εκ., ενώ στο αυτογεμές από 61 εκ. ως 66 εκ. το πολύ.
Όσον αφορά το τσοκάρισμα, για το δίκανο ο συνδυασμός βελτιωμένου κυλίνδρου (****) στην πρώτη με ντεμί τσοκ (***) στην δεύτερη, είναι ό,τι καλύτερο, ενώ στο αυτογεμές, ο βελτιωμένος κύλινδρος (****) είναι για τη μία και μοναδική κάνη που έχουμε το πιο κατάλληλο γι αυτές τις αποστάσεις. Το χρήσιμο στην επιλογή των τσοκαρισμάτων στις μέρες μας, είναι η ύπαρξη των εσωτερικών εναλλασσόμενων συσφίγξεων, δηλ. τα εσωτερικά τσοκάκια, όπου έχουμε τις επιλογές που παλαιότερα δεν υπήρχαν στα όπλα με σταθερό τσοκάρισμα.
Στο όπλο του ξεπετάγματος, όπου οι ντουφεκιές γίνονται σχετικά κοντά και ο λαγός φεύγει με ταχύτητα, ένα κοντάκι που διανέμει τη δέσμη 60% πάνω από το σημείο που σημαδεύουμε και το 40% κάτω, είναι το ιδανικό. Άρα λοιπόν μας ενδιαφέρουν κλίσεις που θα μας δίνουν ένα κοντάκι που θα «ψηλοντουφεκάει» ελαφρώς. Αυτές είναι 36-38 χιλ. για τη μικρή κλίση και 56-58 χιλ. για τη μεγάλη. Ένας τρόπος αναγνώρισης αυτών των κλίσεων από τον λαγοκυνηγό όταν επωμίζει ένα όπλο είναι ότι εκτός από το στόχαστρο μπροστά βλέπει και περίπου 15 εκ. από το μπροστινό μέρος της ρίγας. Αν στο όπλο υπάρχουν δύο στόχαστρα πάνω στη ρίγα του (ένα μεγάλο μπροστά κι ένα μικρότερο στη μέρη) τότε, αν τα δύο στόχαστρα σχηματίζουν το οκτώ «8» έχουμε τις ιδανικές κλίσεις. Ενώ αντιθέτως στις περιπτώσεις του χαμηλού κοντακίου που έχουμε στο λαγοντούφεκο καρτεριού, τα δύο στόχαστρα είναι το ένα μέσα στο άλλο.
Αυτό που οφείλουμε όμως να τονίσουμε και για τους δύο τρόπους κυνηγίου είναι ότι το όπλο του λαγοκυνηγού θα πρέπει να δοκιμάζεται από τον ίδιο. Ανεξαρτήτως αν είναι λαγοντούφεκο καρτεριού ή ξεπετάγματος, θα πρέπει να ξέρει τι ντουφεκιά βγάζει σε κύκλο διαμέτρου 75 εκ. στις αποστάσεις των 35 μ. για το καρτέρι και στα 20 μ. για το ξεπέταγμα.
Στο θέμα των φυσιγγίων δεν θα ήθελα να αναφερθώ εκτενέστερα, διότι δεν είναι της παρούσης στιγμής, όμως επιβάλλεται να τονιστεί το εξής: ο λαγοκυνηγός και ο γουρουνοκυνηγός ρίχνουν τα λιγότερα φυσίγγια από οποιονδήποτε άλλο κυνηγό μέσα στην κυνηγετική περίοδο, συνεπώς τσιγγουνιές και προχειρότητες δεν χωρούν εδώ.
Τώρα που αυτά τα θηράματα δεν βρίσκονται στην αφθονία των παλαιών ετών, πρέπει να επιλέγουμε το καλύτερο και ας είναι το ακριβότερο. Τουλάχιστον να είμαστε βέβαιοι ότι δεν χάσαμε το θήραμα εξαιτίας της βλητικής ανεπάρκειας ενός αμφιβόλου ποιότητος φυσιγγίου. Αν ξέρουμε ότι το όπλο και το φυσίγγι είναι τα ιδανικά και οι καλύτερες επιλογές για το λαγοκυνήγι που κάνουμε κι εμείς χάνουμε θηράματα, τότε φταίμε εμείς. Φταίει η σκοπευτική μας ανεπάρκεια και η έλλειψη σωστής προπόνησης. Πόσο να βοηθήσουν το όπλο και τα φυσίγγια αν ο κυνηγός έχει ο ίδιος πρόβλημα στη σκοπευτική τεχνική του; Αν κάνει «άτσαλες» και κακές επωμίσεις, με νευρικές κινήσεις, τινάζοντας απότομα το όπλο προς τα πάνω λες και τον χτυπούν 400 βολτ;
Σκεφτείτε μόνο πόσο χρόνο ξοδεύει ο λαγοκυνηγός τη νεκρή κυνηγετική περίοδο για την προπόνηση του λαγόσκυλου που διαθέτει, ενώ αντιθέτως δεν ξοδεύει τίποτα για να προπονήσει τον εαυτό του στη σκοπευτική τεχνική και αυτοβελτίωση. Έτσι βλέπουμε εκπαιδευμένους σκύλους να βγάζουν θηράματα και κυνηγούς να τα χάνουν.