Έχω πάει πιτσιρικάς 17 χρονών, οικογενειακή επίσκεψη για φαγητό, όπου οι οικοδεσπότες έχουν δύο κόρες ΘΕΕΣ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ! Καθόμαστε στο τραπέζι δίπλα δίπλα και καυλαντίζουμε. Ξάφνου στο πρώτο τέταρτο, νοιώθω έναν πόνο κάτω από τον αφαλό. Ιδρώνω και ασπρίζω. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έχουν φτάσει στην πύλη εξόδου και πιέζουν για να βγουν. Μαζεύω όση ψυχραιμία μπορώ και με τρεμάμενη φωνή, ρωτάω ευγενικά την οικοδέσποινα που είναι το λουτρό. "Εδώ Δημητράκη μου, μπες" Να έχει κολλήσει η ζώνη, εγώ να τρέμω... Με τα χίλια ζόρια κάθομαι και βγαίνει, όχι τούρτα, ολόκληρο ζαχαροπλαστείο, με έξτρα θόρυβο και οσμή. Λόφος ολόκληρος. Και δεύτερος γύρος και τρίτος και πάει λέγοντας. Σηκώνομαι τρέμοντας, ευτυχισμένος, ανακουφισμένος αλλά και αμήχανος, αν έχει ακουστεί τίποτα έξω. Πατάω το καζανάκι, νεκρό. Το ξαναπατάω, τίποτα. Η μπόχα απερίγραπτη. Αρχίζει η μάνα μου να λέει. Είναι καλά ο Δημήτρης; πολύ αργεί. Το λοφάκι δε ήταν τεράστιο. Τι να κάνω, βρίσκω ένα μικροσκοπικό λεκανάκι για τα μανταλάκια, και αρχίζω να το γεμίζω στη βρύση και να το αδειάζω με το ένα χέρι, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο ανοιγόκλεινα το μικρό παραθυράκι, μπας και ξεμυρίσει. Η στάμπα από τον ιδρώτα, ξεκίναγε από την μασχάλη και έφτανε στο ύψος του νεφρού. 20 λεπτά που φάνηκαν σαν αιωνιότητα. Εννοείτε πως όταν γύρισα στο τραπέζι, όλοι με κοιτάζανε με το βλέμα, ξέρω που ήσουνα και τι έκανες βρωμιάρη. Τέτοια ρόμπα δεν έχω ξαναγίνει. Με τα κορίτσια και βέβαια δεν έγινε τίποτα, γιατί κρυβόμουνα 20 χρόνια, να μην με ξαναδούν μέχρι να το ξεχάσουν. Βατερλώ. Φεύγοντας από την επίσκεψη, είδα ένα κοτσύφι, αλλά δεν είχα όπλο. Για να είμαι και on topic!